- διακρατώ
- (AM διακρατῶ, -έω)1. κρατώ κάτι ασφαλώς2. έχω υπό την εξουσία μου3. φυλακίζωνεοελλ.1. κρατώ για ένα χρονικό διάστημα2. συνέχω, συγκρατώαρχ.1. διατηρώ αυτό που μού ανήκει2. υποβαστάζω, υποστηρίζω3. (για ομιλία) συνεχίζω χωρίς διακοπές4. (για επιχείρημα) κρατώ τελευταίο5. διατηρώ στη ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.