διακρατώ

διακρατώ
(AM διακρατῶ, -έω)
1. κρατώ κάτι ασφαλώς
2. έχω υπό την εξουσία μου
3. φυλακίζω
νεοελλ.
1. κρατώ για ένα χρονικό διάστημα
2. συνέχω, συγκρατώ
αρχ.
1. διατηρώ αυτό που μού ανήκει
2. υποβαστάζω, υποστηρίζω
3. (για ομιλία) συνεχίζω χωρίς διακοπές
4. (για επιχείρημα) κρατώ τελευταίο
5. διατηρώ στη ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διακράτηση — η (AM διακράτησις, εως) [διακρατώ] 1. κατοχή 2. εξουσία πάνω σε κάτι ή σε κάποιον 3. γερό κράτημα …   Dictionary of Greek

  • συνδιακρατούμαι — έομαι, Α δεσμεύομαι από τον νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διακρατῶ «κρατώ, διατηρώ, υποστηρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”